ού νυ

ού νυ
οὔ νυ (Α)
(επικ. τ.) (ως επιτατ. αρνήσεως με συμπέρασμα που εννοείται από τα προηγούμενα και ως επιτατ. αρνήσεως σε ερώτηση) βεβαίως όχι, σίγουρα όχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐ + νυ (βλ. νυν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”